ποικιλόβουλος

ποικιλόβουλος
ποικιλόβουλος
of changeful counsel
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόβουλος — ον, Α πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόβουλον — ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem acc sg ποικιλόβουλος of changeful counsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόβουλε — ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόβουλ' — ποικιλόβουλα , ποικιλόβουλος of changeful counsel neut nom/voc/acc pl ποικιλόβουλε , ποικιλόβουλος of changeful counsel masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”